- συμφέρεσθαι
- συμφέρωbring togetherpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
греза — грезить; по мнению Бернекера (1, 351), *грьза связано чередованием с цслав. грѣза σύγχυσις, confusio, съгрѣзити сѫ συμφέρεσθαι, commisceri (так же); см. Преобр. 1, 156. Столь же гадательно сравнение с греч. βρίζω сплю, бездействую , ἀβρίξ ̇… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… … Dictionary of Greek
συσσούμαι — όομαι, Α (κατά τον Ησύχ.) «συνσοῡσθαι ἐπὶ τὸ αὐτὸ συμφέρεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + *σοFσομαι < σεύομαι «τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση, ορμώ, τρέχω»] … Dictionary of Greek
συμφέρεσθ' — συμφέρεσθε , συμφέρω bring together pres imperat mp 2nd pl συμφέρεσθε , συμφέρω bring together pres ind mp 2nd pl συμφέρεσθαι , συμφέρω bring together pres inf mp συμφέρεσθε , συμφέρω bring together imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)